ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ
Αγγλοαμερικανικός:

αυτός που σχετίζεται και με την Αγγλία και με την Αμερική.

ανοίγω βιβλίο:

ασχολούμαι με τα μαθήματά μου, μελετώ.

αντικοινωνικός:

αυτός που χαρακτηρίζεται από συμπεριφορά που δεν είναι ωφέλιμη για την ευημερία της υπόλοιπης κοινωνίας και γενικά για τους άλλους ανθρώπους. Επίσης, αυτός που δεν του αρέσει να συσχετίζεται κοινωνικά με άλλα άτομα και να είναι φιλικός μαζί τους, ή αυτός που είναι ανταγωνιστικός και εχθρικός απέναντι στους άλλους.

αντιμετωπίζω:

αντικρίζω κάτι χωρίς να ταράζομαι ή να το αποφεύγω. Η ικανότητα να αντιμετωπίζει κανείς είναι στην πραγματικότητα η ικανότητα να είναι εκεί, άνετα και να αντιλαμβάνεται.

αποκορύφωμα:

το ύψιστο, το καλύτερο, το άριστο, το τελειότερο.

αυτοβουλία:

είναι εκείνη η κατάσταση ύπαρξης όπου το άτομο μπορεί ή δεν μπορεί να ελεγχθεί από το περιβάλλον του σύμφωνα με τη δική του επιλογή. Σ’ αυτή την κατάσταση το άτομο έχει αυτοπεποίθηση σχετικά με το να ελέγχει το υλικό σύμπαν και άλλους ανθρώπους.

βάζω σε καλούπι:

απομακρύνω κάποιον από την αληθινή ή τη φυσική του πορεία ή κατεύθυνση.

βοήθημα:

μια διαδικασία που μπορεί να γίνει για να ανακουφίσει μια παρούσα σωματική ενόχληση και να βοηθήσει ένα άτομο να ανακάμψει ταχύτερα από ένα ατύχημα, ασθένεια ή αναστάτωση.

γλυκόζη:

Απλή μορφή ζάχαρης που περιέχεται από τη φύση του στα φρούτα, στο μέλι και στους πρισσότερους φυτικούς και ζωικούς ιστούς. Είναι η μορφή ζάχαρης που περιέχεται κατά κύριο λόγο στο ανθρώπινο αίμα και αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες πηγές ενέργειας για το σώμα. Η γλυκόζη παρασκευάζεται επίσης και στην αγορά με τη μορφή σιροπιού που χρησιμοποιείται στην παραγωγή καραμελών.

δαμάζω:

συνθλίβω την ψυχική δύναμη ή τη θέληση και τον ενθουσιασμό κάποιου

δελεάζω:

Το να προσπαθείς να κάνεις κάποιον να κάνει κάτι για σένα προσφέροντας ανταμοιβή.

διαβόητος:

που είναι πολύ γνωστός για κάποιο κακό χαρακτηριστικό ή κακή πράξη.

διέγερση:

το ξαναζωντάνεμα μιας δυσάρεστης ανάμνησης του παρελθόντος λόγω των παρόμοιων συνθηκών που υπάρχουν στο παρόν, και οι οποίες προσεγγίζουν τις συνθήκες του παρελθόντος.

δοκιμασία:

μεγάλη αγωνία, άσχημη αντιξοότητα ή βάσανο.

είδη:

μια ομάδα ή κατηγορία ζώων ή φυτών που έχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά τα οποία είναι κοινά και τα διαχωρίζουν αισθητά από τις άλλες ομάδες και που μπορούν να συνυπάρξουν στην ανάπτυξη. Εδώ χρησιμοποιείται μεταφορικά.

ελευθερία κινήσεων:

βαθμός ελευθερίας για δράση ή επιτρεπόμενη ελευθερία βούλησης, παραχώρηση ευκαιρίας για επιλογή, επιπλέον χρόνος, χώρος, ή υλικά μέσα στα οποία κάποιος μπορεί να ενεργήσει.

ελικοειδής πτώση:

Όσο χειροτερεύει κάποιος (ή κάτι) τόσο περισσότερο τείνει να χειροτερέψει κι άλλο. Ο όρος ελικοειδής υποδηλώνει μια βαθμιαία καθοδική κίνηση, που δηλώνει μια αμείλικτη φθίνουσα κατάσταση πραγμάτων που θεωρείται ότι έχει τη μορφή έλικα. Ο όρος προέρχεται από την αεροπλοΐα όπου χρησιμοποιείται για να περιγράψει το φαινόμενο κατά το οποίο ένα αεροσκάφος πέφτει ελικοειδώς σε όλο και μικρότερους κύκλους, όπως σε ένα ατύχημα ή επίδειξη έμπειρων πιλότων, και, αν δεν το χειριστεί κάποιος, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι απώλεια ελέγχου και συντριβή.

επιβιωτικές (μη-επιβιωτικές) οντότητες :

Οι οντότητες είναι μονάδες που υπάρχουν ως ατομική υπόσταση, και έχουν διάκριτο χαρακτήρα. Ο όρος οντότητες αναφέρεται σε άτομα που είναι η αιτία κάποιου πράγματος, που σε αυτή την περίπτωση, δεν είναι κάτι επιβιωτικό.

επιβραδύνω:

σταματώ, κάνω πιο αργό, εμποδίζω, (εδώ αναφέρεται στην ανάπτυξη των παιδιών).

επικοινωνία:

μια ανταλλαγή ιδεών δια μέσου του χώρου μεταξύ δύο ατόμων.

εύθραυστο:

όταν κάτι σπάει εύκολα ή είναι εκτεθειμένο σε βλάβη ή καταστροφή.

ηττούμαι:

να χάσω σε κάποια μάχη, παιχνίδι ή διαγωνισμό.

θεραπεία:

μια θεραπευτική δύναμη ή ιδιότητα.

κακομεταχειρίζομαι:

χειρίζομαι ή αντιμετωπίζω με σκληρό τρόπο.

καταστέλλω:

καταπνίγω ή καταστρέφω, υπερνικώ.

κληρονομιά:

οτιδήποτε κληροδοτείται από το παρελθόν, όπως για παράδειγμα από κάποιον πρόγονο (μακρινό συγγενή από τον οποίο κάποιος κατάγεται).

κοινωνικό ζώο:

αυτός που μένει ή έχει την τάση να μένει σε κοινότητες· αυτός που απολαμβάνει την κοινωνία ή την παρέα των άλλων ανθρώπων. Χρησιμοποιείται αρνητικά.

κοινωνικός:

αυτός που επιδίδεται σε φιλικές συναναστροφές ή σχέσεις και απολαμβάνει τη φιλία άλλων ανθρώπων.

λανθασμένο:

ένα λάθος ή μια εσφαλμένη ιδέα.

Μαρξ:

Καρλ Μαρξ (1818-1883), Γερμανός πολιτικός φιλόσοφος, τα έργα του οποίου αποτέλεσαν τη βάση για τον κομμουνισμό του εικοστού αιώνα, ο οποίος αντιμετώπιζε την κοινωνία ως μια πάλη μεταξύ των καπιταλιστών (ιδιοκτήτες εργοστασίων) και τους εργαζόμενους. Ο Μαρξ και οι κομουνιστές συνεργάτες του, κατηγορούσαν τους καπιταλιστές για τις μίζερες συνθήκες εργασίας, τα εκτεταμένα ωράρια κάτω από ανθυγιεινές και επικίνδυνες συνθήκες όπως επίσης και για την κατάχρηση παιδικής εργασίας.

μερίδα:

μια ποσότητα φαγητού, όπως αυτή που παρέχεται τακτικά.

νομοθεσία:

ένας νόμος που έχει προταθεί ή έχει θεσπιστεί ή μια ομάδα νόμων.

οντότητες επιβιωτικές (μη-επιβιωτικές):

Οι οντότητες είναι μονάδες που υπάρχουν ως ατομική υπόσταση, και έχουν διάκριτο χαρακτήρα. Ο όρος οντότητες αναφέρεται σε άτομα που είναι η αιτία κάποιου πράγματος, που σε αυτή την περίπτωση, δεν είναι κάτι επιβιωτικό.

Παγκόσμια Στρατιωτική Εκπαίδευση:

το σύστημα σύμφωνα με το οποίο όλοι οι προσοντούχοι πολίτες μιας χώρας χρειάζεται να υπηρετήσουν ως στρατιωτικό προσωπικό σε μια από τις ειδικές δυνάμεις για ένα συγκεκριμένο διάστημα. Παγκόσμια σε αυτή την περίπτωση, σημαίνει ότι επηρεάζει, αφορά και τα περιλαμβάνει όλα.

παραδοχή:

μια υπόθεση, ειδικά ως βάση ενός συλλογισμού.

παρέκκλιση:

μια απομάκρυνση από τη λογική σκέψη ή συμπεριφορά. Παράλογη σκέψη ή συμπεριφορά. Αυτό σημαίνει βασικά το να σφάλεις, να κάνεις λάθη, ή πιο συγκεκριμένα να έχεις έμμονες ιδέες που δεν είναι αλήθεια. Η λέξη χρησιμοποιείται επίσης και με την επιστημονική της έννοια. Σημαίνει απομάκρυνση από μια ευθεία γραμμή. Αν μια γραμμή έπρεπε να πάει από το Α στο Β, τότε αν ήταν παρεκκλίνουσα θα πήγαινε από το Α σε κάποιο άλλο σημείο, σε κάποιο άλλο σημείο, σε κάποιο άλλο σημείο, σε κάποιο άλλο σημείο, σε κάποιο άλλο σημείο και τελικά θα έφτανε στο Β. Με αυτή την έννοια, αυτό θα σήμαινε επίσης την έλλειψη ευθύτητας ή το να βλέπεις διαστρεβλωμένα όπως, για παράδειγμα, ένας άντρας που βλέπει ένα άλογο αλλά νομίζει ότι βλέπει έναν ελέφαντα. Η παρεκκλίνουσα συμπεριφορά θα ήταν η λάθος συμπεριφορά, ή η συμπεριφορά που δεν υποστηρίζεται από τη λογική. Η παρέκκλιση είναι αντίθετη προς τη πνευματική υγεία, που θα ήταν το αντίθετό της. Από τη λέξη παρεκκλίνω, παρά + εκ + κλίνω, απομακρύνομαι από την πορεία μου.

παρόντας χρόνος:

ο χρόνος που κυλάει τώρα και γίνεται παρελθόν τόσο γρήγορα όσο παρατηρείται. Είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται αόριστα για το περιβάλλον που υφίσταται τώρα.

παρουσία: (την κάνω αισθητή στο περιβάλλον μου)

επιβάλλω αποτελεσματικά τον εαυτό μου, ή την εξουσία μου. Χρησιμοποιείται μεταφορικά.

περιορίζω:

συγκρατώ, αναχαιτίζω ή κρατώ υπό έλεγχο.

πολεμοχαρής:

κάποιος που είναι φιλοπόλεμος ή που διψά για αίμα.

πραγματικότητα:

αυτό που φαίνεται ότι είναι. Η πραγματικότητα είναι βασικώς συμφωνία, ο βαθμός συμφωνίας που επιτυγχάνεται μεταξύ ανθρώπων. Αυτό που συμφωνούμε ότι είναι πραγματικό, είναι πραγματικό.

πρόσες:

Πρόσες είναι μια ακριβής σειρά οδηγιών που δίνονται ή ενέργειες που γίνονται για την εκπλήρωση ενός επιθυμητού αποτελέσματος.

πρωτεΐνη:

ένα βασικό στοιχείο όλων των ζωντανών κυττάρων, που περιέχει πολλές ουσίες που είναι απαραίτητες για την κατάλληλη λειτουργία ενός οργανισμού. Η πρωτεΐνη είναι πολύ σημαντική για τη δίαιτα καθώς και για την ανάπτυξη και την επαναφορά ενός ιστού.

σκουπιδότοπος:

μέρος όπου γίνεται η ρίψη των σκουπιδιών από τα απορριματοφόρα.

σταθερός:

(για άνθρωπο) που έχει αμετάβλητα ακλόνητο, αξιόπιστο χαρακτήρα.

στα μισά του δρόμου:

στη μέση της διάρκειας κάποιας διαδικασίας.

υδατάνθρακας:

ένα από τα διάφορα συστατικά των τροφών (όπως η ζάχαρη), που αποτελείται από οξυγόνο, υδρογόνο και άνθρακα. Οι υδατάνθρακες προσφέρουν στο σώμα θερμότητα και ενέργεια.

υπονομευτής:

κάποιος που εμπλέκεται σε διάφορες δραστηριότητες με σκοπό την ανάτρεψη της εξουσίας.

χέβινγκνες:

η αίσθηση ότι κάποιος έχει ή κατέχει· μπορεί επίσης να περιγραφεί ως η ιδέα ότι κάποιος μπορεί να προσεγγίσει ή ότι δεν παρεμποδίζεται από το να προσεγγίσει.

χειραγωγώ:

το να φυλάς ή να επιβλέπεις κάτι με προσοχή, όπως προσέχει ο βοσκός τα πρόβατά του.