ΕΡΓΑΣΙΑ >> 4. Διαβάστε το άρθρο «Παράγοντες της Επικοινωνίας».

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

Ας εξετάσουµε τώρα πιο προσεκτικά διάφορα συστατικά µέρη της επικοινωνίας, παρατηρώντας δύο µονάδες ζωής, τον Α και τον Β. Ο Α και ο Β είναι τέρµιναλ. Με τον όρο τέρµιναλ εννοούµε ένα σηµείο που λαµβάνει, αναµεταδίδει και στέλνει επικοινωνία.

Αρχικά, υπάρχει η πρόθεση< του Α. Αυτή γίνεται προσοχή στον Β, και για να λάβει χώρα µια αληθινή επικοινωνία, πρέπει να λάβει χώρα µια αποτύπωση από τον Β εκείνου που εκπήγασε από τον Α.

Φυσικά, για να εκπηγάσει μια επικοινωνία από τον Α, πρέπει αυτός αρχικά να έχει δώσει προσοχή στον Β, και ο Β πρέπει να έχει δώσει κάποια πρόθεση σ’ αυτή την επικοινωνία, τουλάχιστον για να την ακούσει ή να τη λάβει, έτσι και η αιτία και το αποτέλεσμα έχουν πρόθεση και προσοχή.

Τώρα, υπάρχει κι ένας άλλος παράγοντας που είναι πολύ σημαντικός. Αυτός είναι ο παράγοντας της Αποτύπωσης. Θα μπορούσαμε να τον εκφράσουμε ως «πραγματικότητα» ή θα μπορούσαμε να τον εκφράσουμε ως «συμφωνία». Ο βαθμός στον οποίο συμφωνούν οι Α και Β σ’ αυτό τον κύκλο επικοινωνίας γίνεται η πραγματικότητά τους, κι αυτό επιτυγχάνεται με το μηχανισμό της αποτύπωσης. Μ’ άλλα λόγια, η πραγματικότητα που επιτυγχάνεται σ’ αυτό τον κύκλο επικοινωνίας εξαρτάται από το βαθμό Αποτύπωσης. Ο Β, ως Αποτέλεσμα, πρέπει σ’ ένα βαθμό να Αποτυπώσει εκείνο που εκπήγασε από τον Α, όταν αυτός ήταν Αιτία, ώστε να υπάρξει το πρώτο μέρος του κύκλου.

Στη συνέχεια ο Α, τώρα ως αποτέλεσμα, πρέπει να αποτυπώσει αυτό που εκπήγασε από τον Β, έτσι ώστε να ολοκληρωθεί η επικοινωνία. Αν γίνει αυτό, δε θα υπάρξουν επιζήμιες συνέπειες.

Αλλά, αν αυτή η Αποτύπωση δεν υπάρξει στον Β και μετά στον Α, θα έχουμε έναν ανολοκλήρωτο κύκλο-δράσης. Αν, για παράδειγμα, ο Β δεν αποτυπώσει έστω αμυδρά αυτό που εκπήγασε από τον Α, το πρώτο μέρος του κύκλου επικοινωνίας δεν επιτυγχάνεται και θα μπορούσε να προκύψει πολλή τυχαιότητα (απρόβλεπτη κίνηση) και πολλές εξηγήσεις και διαφωνίες. Στη συνέχεια, αν ο Α δεν Αποτυπώσει αυτό που εκπήγασε από τον Β, όταν ο Β ήταν Αιτία στο δεύτερο κύκλο, έχουμε και πάλι έναν ανολοκλήρωτο κύκλο επικοινωνίας και, συνεπώς, απουσία πραγματικότητας.

Τώρα, φυσικά, αν μειώσουμε την πραγματικότητα, θα μειώσουμε και τη στοργή – το αίσθημα αγάπης ή αρέσκειας προς κάποιον ή κάτι. Έτσι, όταν απουσιάζει η Αποτύπωση, βλέπουμε ότι μειώνεται η στοργή. Ένας ολοκληρωμένος κύκλος επικοινωνίας οδηγεί σε μεγάλη στοργή. Αν διαταράξουμε τη σειρά οποιουδήποτε απ’ αυτούς τους παράγοντες, παίρνουμε έναν ανολοκλήρωτο κύκλο επικοινωνίας κι έχουμε είτε τον Α είτε τον Β είτε και τους δύο να περιμένουν για το τέλος του κύκλου. Μ’ αυτό τον τρόπο η επικοινωνία γίνεται επιζήμια.

Ένας ανολοκλήρωτος κύκλος επικοινωνίας γεννά αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί «δίψα για απαντήσεις». Το άτομο που περιμένει για ένα σημάδι που να δείχνει ότι η επικοινωνία του έχει ληφθεί έχει την τάση να δέχεται οποιαδήποτε εισροή. Όταν ένα άτομο βρεθεί σταθερά σε θέση αναμονής απαντήσεων οι οποίες ποτέ δεν έφτασαν – για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, θα τραβήξει προς το μέρος του ο ίδιος κάθε είδους απάντηση, απ’ όπου κι αν προέρχεται αυτή, σε μια προσπάθεια να επιδιορθώσει τη σπανιότητα απαντήσεων που έχει.

Οι ανολοκλήρωτοι κύκλοι επικοινωνίας προκαλούν σπανιότητα απαντήσεων. Δεν έχει και μεγάλη σημασία ποιες είναι ή ποιες θα μπορούσαν να είναι οι απαντήσεις, από τη στιγμή που πλησιάζουν, αμυδρά έστω, το προκείμενο θέμα. Έχει σημασία, όμως, όταν δίνεται μια εντελώς απροσδόκητη απάντηση, όπως στην καταναγκαστική ή μονομανή επικοινωνία, ή όταν δε δίνεται καμιά απολύτως απάντηση.

Η ίδια η επικοινωνία λειτουργεί επιζήμια μόνο όταν η επικοινωνία που εκπήγασε από την Αιτία ήταν απρόσμενη και ανακόλουθη (παράλογη) με το περιβάλλον. Εδώ έχουμε παραβιάσεις της Προσοχής και της Πρόθεσης.

Εδώ, επίσης, υπεισέρχεται ο παράγοντας του «ενδιαφέροντος» αλλά είναι πολύ λιγότερο σημαντικός. Παρ’ όλα αυτά, εξηγεί πολλά σχετικά με την ανθρώπινη συμπεριφορά. Ο Α έχει την πρόθεση να κάνει τον Β να ενδιαφερθεί. Ο Β, για να του μιλήσουν, γίνεται ενδιαφέρων.

Με τον ίδιο τρόπο, όταν μια επικοινωνία εκπηγάζει από τον Β, αυτός είναι ο ενδιαφερόμενος ενώ ο Α είναι ο ενδιαφέρων.

Εδώ έχουµε, ως µέρος της φόρµουλας επικοινωνίας (αλλά ένα λιγότερο σηµαντικό µέρος), τη συνεχή µετατόπιση καθενός από τα τέρµιναλ Α ή Β από τη θέση του ενδιαφερόµενου στη θέση του ενδιαφέροντος. Η αιτία είναι ενδιαφερόμενη, το αποτέλεσμα είναι ενδιαφέρον.

Κάπως μεγαλύτερη σημασία έχει το γεγονός ότι ο Α, έχοντας την Πρόθεση να ληφθεί, αναγκάζεται να είναι Αποτυπώσιμος.

Αν ο Α δεν είναι καθόλου Αποτυπώσιμος, τότε φυσικά η επικοινωνία του δε θα ληφθεί από τον Β. Επειδή ο Β, ανίκανος να Αποτυπώσει τον Α, δεν μπορεί να λάβει την επικοινωνία.

Για παράδειγμα, ας πούμε ότι ο Α μιλάει κινέζικα, ενώ ο Β καταλαβαίνει μόνο γαλλικά. Ο Α πρέπει να κάνει τον εαυτό του Αποτυπώσιμο μιλώντας γαλλικά στον Β, που καταλαβαίνει μόνο γαλλικά. Στην περίπτωση που ο Α μιλάει μια γλώσσα και ο Β μια άλλη, και δεν έχουν καμιά κοινή γλώσσα, μπορεί ακόμη να υπάρξει ο παράγοντας «μίμηση», οπότε μπορεί και πάλι να υπάρξει επικοινωνία. Ο Α θα μπορούσε να σηκώσει το ένα του χέρι, αν υποθέσουμε ότι είχε χέρι. Ο Β θα μπορούσε κι αυτός να σηκώσει το χέρι του, αν υποθέσουμε ότι είχε χέρι. Μετά, ο Β θα μπορούσε να σηκώσει το άλλο του χέρι και ο Α θα μπορούσε να σηκώσει το άλλο του χέρι. Και θα είχε ολοκληρωθεί ένας κύκλος επικοινωνίας με μίμηση.

Βασικά, όλα τα πράγματα είναι θεωρήσεις. Θεωρούμε ότι τα πράγματα υπάρχουν κι έτσι υπάρχουν. Η ιδέα είναι πάντα ανώτερη από τους μηχανικούς παράγοντες της ενέργειας, του χώρου, του χρόνου και της μάζας. Θα ήταν δυνατόν να έχουμε εντελώς διαφορετικές ιδέες σχετικά με την επικοινωνία. Ωστόσο, αυτές τυχαίνει να είναι οι ιδέες περί επικοινωνίας που ισχύουν από κοινού σ’ αυτό το σύμπαν και οι οποίες χρησιμοποιούνται από τις μονάδες ζωής αυτού του σύμπαντος. Στη Φόρμουλα της Επικοινωνίας, όπως δίνεται εδώ, έχουμε τη βασική «συμφωνία» πάνω στο θέμα της επικοινωνίας. Επειδή οι ιδέες είναι ανώτερες απ’ αυτή τη συμφωνία, ένα ον (πέρα από τη φόρμουλα της επικοινωνίας), μπορεί να αποκτήσει μια ιδιόρρυθμη ιδέα σχετικά με το πώς ακριβώς θα πρέπει να διεξάγεται η επικοινωνία και, αν αυτή η ιδέα δεν έχει «ευρύτερη συμφωνία», τότε το ον μπορεί να βρεθεί αναμφισβήτητα «εκτός επικοινωνίας».

Ας πάρουμε για παράδειγμα ένα νεωτερίζοντα συγγραφέα ο οποίος επιμένει ότι τα τρία πρώτα γράμματα κάθε λέξης θα πρέπει να παραλείπονται, ή ότι καμιά πρόταση δε θα πρέπει να ολοκληρώνεται. ∆ε θα επιτύχει τη συµφωνία των αναγνωστών του. Υπάρχει μια συνεχής ενέργεια φυσικής επιλογής, θα μπορούσε να πει κανείς, η οποία ξεφορτώνεται τις παράξενες ή ιδιόρρυθμες ιδέες σχετικά με την επικοινωνία.

Οι άνθρωποι, για να είναι σε επικοινωνία, τηρούν τους βασικούς κανόνες που δίνονται εδώ. Και όταν κάποιος προσπαθεί να αποκλίνει πάρα πολύ απ’ αυτούς τους κανόνες, οι άλλοι απλώς δεν τον αποτυπώνουν κι έτσι, στην ουσία, βγαίνει εκτός επικοινωνίας.

Τώρα, ερχόμαστε στο πρόβλημα του τι πρέπει να είναι πρόθυμη να βιώσει μια μονάδα ζωής για να επικοινωνήσει. Κατά πρώτον, το πρωταρχικό σημείο-πηγή πρέπει να είναι πρόθυμο να είναι Αποτυπώσιμο. Πρέπει να είναι σε θέση να δώσει τουλάχιστον κάποια Προσοχή στο σημείο-δέκτη. Το πρωταρχικό σημείο-δέκτης πρέπει να είναι πρόθυμο να Αποτυπώσει, πρέπει να είναι πρόθυμο να λάβει, και πρέπει να είναι πρόθυμο να μετατραπεί σε σημείο-πηγή ώστε να επιστρέψει στο σημείο-πηγή μια επικοινωνία, ή μια απάντηση. Και το πρωταρχικό σημείο-πηγή, με τη σειρά του, πρέπει να είναι πρόθυμο να είναι σημείο-δέκτης.

Επειδή ασχολούμαστε βασικά με ιδέες και όχι με μηχανικούς παράγοντες, βλέπουμε ότι το σημείο-Αιτία και το σημείο-Αποτέλεσμα πρέπει να έχουν τη διάθεση να είναι Αιτία ή Αποτέλεσμα κατά βούληση, να είναι πρόθυμα να Αποτυπώνουν κατά βούληση, να είναι πρόθυμα να είναι Αποτυπώσιμα κατά βούληση, να είναι πρόθυμα να αλλάζουν κατά βούληση, να είναι πρόθυμα να βιώνουν την Απόσταση που μεσολαβεί και, με λίγα λόγια, να είναι πρόθυμα να Επικοινωνούν.

Όπου συναντάμε αυτές τις συνθήκες σ’ ένα άτομο ή ομάδα, έχουμε ανθρώπους πνευματικά υγιείς.

Όπου συναντάμε απροθυμία στην αποστολή ή στη λήψη επικοινωνίας, όπου οι άνθρωποι στέλνουν επικοινωνίες οδηγούμενοι από εμμονή ή καταναγκασμό, χωρίς κατεύθυνση και χωρίς να προσπαθούν να είναι Αποτυπώσιμοι, κι όπου τα άτομα στέκονται σιωπηλά και δε δίνουν αναγνώριση ούτε απάντηση όταν λαμβάνουν μια επικοινωνία, έχουμε παρεκκλιτικούς παράγοντες.

Κάποιες από τις συνθήκες που μπορεί κανείς να συναντήσει σε ένα παρεκκλίνον είδος επικοινωνίας είναι: το να μην καταφέρει κανείς να είναι Αποτυπώσιμος πριν εκπηγάσει μια επικοινωνία απ’ αυτόν, η αντιπρόθεση να ληφθεί η επικοινωνία του, η απροθυμία να λαμβάνει ή να Αποτυπώνει μια επικοινωνία, η απροθυμία να βιώνει την Απόσταση, η απροθυμία να αλλάζει, η απροθυμία να δίνει Προσοχή, η απροθυμία να εκφράζει πρόθεση, η απροθυμία να δίνει αναγνώριση και, γενικά, η απροθυμία να Αποτυπώνει.

Θα μπορούσε να θεωρήσει κανείς ότι η λύση στο ζήτημα της επικοινωνίας είναι να μην επικοινωνεί. Θα μπορούσε να πει ότι, αν εξαρχής δεν είχε επικοινωνήσει, δε θα είχε μπει σε μπελάδες τώρα.

Ίσως να υπάρχει κάποια αλήθεια σ’ αυτό, αλλά ένας άνθρωπος είναι νεκρός στο βαθμό που δεν μπορεί να επικοινωνεί. Είναι ζωντανός στο βαθμό που μπορεί να επικοινωνεί.

αυτό που φαίνεται ότι είναι. Η πραγματικότητα είναι βασικώς συμφωνία, ο βαθμός συμφωνίας που επιτυγχάνεται μεταξύ ανθρώπων. Αυτό που συμφωνούμε ότι είναι πραγματικό, είναι πραγματικό.

το αίσθημα της αγάπης ή της συμπάθειας για κάτι ή για κάποιον.

η πράξη του να κάνω ή να προσπαθώ να κάνω κάτι που κάνει κάποιος άλλος.