Η ΤΟΝΙΚΗ ΚΛΙΜΑΚΑ ΤΩΝ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ
αντιμετωπίζω:

αντικρίζω κάτι χωρίς να ταράζομαι ή να το αποφεύγω. Η ικανότητα να αντιμετωπίζει κανείς είναι στην πραγματικότητα η ικανότητα να είναι εκεί, άνετα και να αντιλαμβάνεται.

ανώφελος:

που δεν έχει καμία χρησιμότητα.

αξιώματα:

δηλώσεις φυσικών νόμων αντίστοιχες με αυτές των φυσικών επιστημών.

απροκάλυπτα:

που ομολογείται ανοιχτά ή δηλώνεται.

άρνηση:

απόρριψη ή αντίφαση κάποιου πράγματος.

ατομική βόμβα:

εξαιρετικά καταστροφικό είδος βόμβας, η ισχύς της οποίας είναι αποτέλεσμα της απέραντης ποσότητας ενέργειας που απελευθερώνεται από τη διάσπαση του πυρήνα του ατόμου σε μικρότερα κομμάτια.

αυταρχισμός:

το σύστημα ή η άσκηση εξουσίας εξουσιών), κάποιος που υποτίθεται ότι είναι ειδικός ή του οποίου η γνώμη σχετικά με ένα θέμα είναι πιθανό να γίνει αποδεκτή χωρίς αμφιβολία και χωρίς παραπομπή σε γεγονότα ή αποτελέσματα. Κάτω από τον αυταρχισμό η ατομική ελευθερία της κρίσης και της δράσης παραμελείται υπέρ της απόλυτης υποταγής στους «ειδικούς».

βαθμιδωτή κλίμακα:

μία κλίμακα κατάστασης που διαβαθμίζεται από το μηδέν έως το άπειρο. Η λέξη βαθμιδωτή σημαίνει «ο βαθμός μείωσης ή αύξησης μιας κατάστασης». Η διαφορά μεταξύ ενός σημείου και ενός άλλου σημείου πάνω σε μια βαθμιδωτή κλίμακα θα μπορούσε να είναι τόσο μεγάλη ή τόσο πλατιά όσο και ολόκληρο το εύρος της ίδιας της κλίμακας, ή θα μπορούσε να είναι τόσο μικρή ώστε να χρειάζεται την πιο μικροσκοπική οξυδέρκεια (ικανότητα αντίληψης) για την καθιέρωσή της.

γερανός:

μεγάλη μηχανή που χρησιμοποιείται για να σηκώνει και να μετακινεί βαριά αντικείμενα με τη βοήθεια μιας άγκυρας που κρέμεται από μία υποβαστάζουσα, συνήθως κινητή δοκό.

Διάγραμμα Ανθρώπινης Αξιολόγησης Χάμπαρντ:

ένα διάγραμμα με το οποίο μπορεί κανείς να αξιολογήσει με ακρίβεια την ανθρώπινη συμπεριφορά και να προβλέψει τι θα κάνει ένα άτομο. Εμφανίζει τα διαφορετικά χαρακτηριστικά που υπάρχουν σε διάφορα επίπεδα της Τονικής Κλίμακας.

διαδοχικοί:

που υπάρχουν ή συμβαίνουν ο ένας μετά τον άλλον.

εγκλωβισμένος:

αναμεμιγμένος σε δυσκολίες από τις οποίες είναι δύσκολο να δραπετεύσεις. Μπερδεμένος.

επιεικής:

ευγενικός ή ήπιος στο σχηματισμό της γνώμης, ενεργειών κ.λπ.

ηθική:

οι ενέργειες που ένα άτομο κάνει το ίδιο για να διορθώσει κάποια συμπεριφορά ή κατάσταση στην οποία εμπλέκεται η οποία είναι αντίθετη προς τα ιδανικά και το συμφέρον της ομάδας του. Είναι κάτι το προσωπικό. Όταν κάποιος είναι ηθικός ή όπως λέμε «έχει την ηθική του εντός», αυτό γίνεται από τον ίδιο και με δική του βούληση.

θήτα:

σκέψη ή ζωή. Ο όρος προέρχεται από το ελληνικό γράμμα θήτα (), το οποίο οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για να συμβολίσουν τη σκέψη ή ίσως και το πνεύμα. Κάτι που είναι θήτα χαρακτηρίζεται από λογική σκέψη, γαλήνη, σταθερότητα, ευτυχία, ευχάριστο συναίσθημα, επιμονή και άλλους παράγοντες που ο άνθρωπος συνήθως θεωρεί επιθυμητούς.

κέις:

γενικός όρος που χρησιμοποιείται για ένα άτομο που δέχεται θεραπεία ή βοήθεια.

κύκλωμα:

στον ηλεκτρισμό, μία πλήρης διαδρομή που διανύεται από ηλεκτρικό ρεύμα και που εκπληρώνει συγκεκριμένες ενέργειες. Στη Σαηεντολογία ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι στο μυαλό που λειτουργεί όπως το κύκλωμα, και εκτελεί διάφορες λειτουργίες, ιδιαίτερα ανεξάρτητα από τη βούληση του ατόμου.

λεπρός:

αυτός που έχει σημαδευτεί από τα σωματικά συμπτώματα της λέπρας, ειδικά του χλωμού και φολιδωτού δέρματος. Η λέπρα είναι μια τροπική ασθένεια που προσβάλλει κυρίως το δέρμα και τα νεύρα και μπορεί να προκαλέσει μεταστροφή στους ιστούς.

μάζα:

τα πραγματικά υλικά αντικείμενα, τα οποία συναντάμε στη ζωή.

μπίινγκνες:

η κατάσταση του να είσαι, ύπαρξη. Με τον όρο μπίινγκνες εννοούμε επίσης την υιοθέτηση ή επιλογή μιας ταυτότητας. Την μπίινγκνες την παίρνει το ίδιο το άτομο ή του τη δίνουν ή καταφέρνει να την αποκτήσει. Παράδειγμα οντότητας θα ήταν το όνομα κάποιου ή το επάγγελμά του, τα φυσικά χαρακτηριστικά του ατόμου, ο ρόλος του σε ένα παιχνίδι - κάθε ένα από αυτά, ή όλα αυτά μαζί θα μπορούσαν να ονομαστούν μπίινγκνες.

όμπνωση:

λέξη η οποία έχει δημιουργηθεί από την αγγλική φράση «observing the obvious» (παρατήρηση του ολοφάνερου). Είναι η πράξη κατά την οποία ένα άτομο κοιτάζει ένα άλλο άτομο ή αντικείμενο και βλέπει ακριβώς αυτό που βρίσκεται μπροστά του, όχι ένα συμπέρασμα που βγάζει σύμφωνα μ’ αυτά που βλέπει.

παροδικό:

σύντομος ή που διαρκεί για μικρό χρονικό διάστημα σε αντίθεση με κάτι χρόνιο (κατάσταση που διαρκεί για μεγάλη χρονική περίοδο).

ποστιουλέιτ:

συμπέρασμα, απόφαση ή επίλυση σχετικά με κάτι.

πραγματικότητα:

αυτό που φαίνεται ότι είναι. Η πραγματικότητα είναι βασικώς συμφωνία, ο βαθμός συμφωνίας που επιτυγχάνεται μεταξύ ανθρώπων. Αυτό που συμφωνούμε ότι είναι πραγματικό, είναι πραγματικό.

πρόσεσινγκ:

ειδικός τρόπος προσωπικής παροχής συμβουλών, που μόνο στη Σαηεντολογία υπάρχει, ο οποίος βοηθά ένα άτομο να εξετάζει τη δική του ύπαρξη και να αυξάνει την ικανότητά του ν’ αντιμετωπίζει αυτό που είναι και τη θέση όπου βρίσκεται. Το πρόσεσινγκ είναι μια ακριβής, πλήρως κωδικοποιημένη δραστηριότητα με συγκεκριμένες διαδικασίες.

Σαηεντολογία:

Σαηεντολογία είναι η εφαρμοσμένη θρησκεία που ασχολείται με τη μελέτη της γνώσης, η οποία μέσω της εφαρμογής της τεχνολογίας της μπορεί να επιφέρει επιθυμητές αλλαγές στις καταστάσεις της ζωής. Αναπτύχθηκε επί ένα τρίτο του αιώνα από τον Λ. Ρον Χάμπαρντ. Ο όρος Σαηεντολογία προέρχεται από τη λατινική λέξη scio (που σημαίνει «γνωρίζω», με την πληρέστερη έννοια της λέξης) και την ελληνική λέξη λόγος (μελέτη κάποιου θέματος). Η Σαηεντολογία ορίζεται περαιτέρω ως «η μελέτη του πνεύματος και η ενασχόληση μ’ αυτό σε σχέση με το ίδιο, τα σύμπαντα και την υπόλοιπη ζωή».

στοργή:

αγάπη, αρέσκεια ή οποιαδήποτε άλλη συναισθηματική διάθεση, ο βαθμός αρεσκείας. Ο βασικός ορισμός της στοργής είναι η θεώρηση της απόστασης, είτε είναι καλή είτε κακή.

Τονική Κλίμακα:

μια κλίμακα που δείχνει τους διαδοχικούς συναισθηματικούς τόνους που ένα άτομο μπορεί να βιώσει. Λέγοντας «τόνο» εννοούμε την προσωρινή ή διαρκή συναισθηματική κατάσταση ενός ατόμου. Συναισθήματα που οι άνθρωποι βιώνουν όπως ο φόβος, ο θυμός, η θλίψη, ο ενθουσιασμός και άλλα περιέχονται σε αυτή τη διαβαθμισμένη κλίμακα.

υποκύπτω:

παραδίνομαι σε, υποχωρώ.

χρόνιος:

κατάσταση που διαρκεί για μεγάλη χρονική περίοδο.