ΕΡΓΑΣΙΑ >> 18. Διαβάστε το τμήμα «Λεξισαφήνιση Διαβάζοντας Δυνατά».

ΛΕΞΙΣΑΦΗΝΙΣΗ ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΔΥΝΑΤΑ

Μια πολύ αποτελεσµατική µέθοδος για την εύρεση των λέξεων που δεν καταλαβαίνει ένα άτοµο σ’ ένα βιβλίο ή άλλο έντυπο υλικό, είναι η λεγόµενη Λεξισαφήνιση Διαβάζοντας Δυνατά.

Όταν ένας µαθητής διαβάζει µόνος του, συχνά δε γνωρίζει ότι έχει προσπεράσει παρανοηµένες λέξεις. Όµως, όποτε αφήνει παρανοηµένες λέξεις, θα έχει πρόβληµα µ’ αυτά που διαβάζει.

Στη Λεξισαφήνιση Διαβάζοντας Δυνατά βάζει κάποιος το άτοµο να διαβάσει δυνατά την ύλη. Το άτοµο στο οποίο διαβάζει τον βοηθάει να βρει και να αποσαφηνίσει οποιεσδήποτε παρανοηµένες λέξεις και ως εκ τούτου ονοµάζεται λεξισαφηνιστής.

Η Λεξισαφήνιση Διαβάζοντας Δυνατά γίνεται συνήθως από δύο άτοµα σε βάση εναλλαγής: ο ένας µαθητής είναι ο λεξισαφηνιστής και κάνει λεξισαφήνιση στον άλλο µαθητή, και έπειτα αλλάζουν, και ο µαθητής που µόλις δεχόταν λεξισαφήνιση γίνεται λεξισαφηνιστής και κάνει λεξισαφήνιση στο συνεργάτη του.

Μια λέξη µπορεί να παρανοηθεί µε πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Είναι σηµαντικό αυτά τα διαφορετικά είδη παρανοηµένων λέξεων να είναι γνωστά στο άτοµο που δίνει Λεξισαφήνιση Διαβάζοντας Δυνατά. Μια λέξη µπορεί να είναι παρανοηµένη εξαιτίας:

1. Ενός εντελώς λανθασµένου ορισµού – το άτοµο διαβάζει ή ακούει τη λέξη «γάτα» και νοµίζει ότι «γάτα» σηµαίνει «κουτί». Πιο λάθος απ’ αυτό δε γίνεται.

2. Ενός επινοηµένου ορισµού – όταν ήταν νέος, οι φίλοι του τον φώναζαν συνέχεια «κορίτσι» κάθε φορά που αρνιόταν να κάνει κάτι τολµηρό. Επινοεί τον ορισμό για τη λέξη «κορίτσι» ότι σημαίνει «δειλός».

3. Ενός ανακριβούς ορισµού – κάποιο άτοµο διαβάζει ή ακούει τη λέξη «κοµπιούτερ» και νοµίζει ότι είναι «γραφοµηχανή». Αυτή είναι µια ανακριβής έννοια της λέξης «κοµπιούτερ», παρ’ όλο που η γραφοµηχανή και το κοµπιούτερ είναι και τα δύο µηχανές.

4. Ενός ελλιπούς ορισµού – το άτοµο διαβάζει τη λέξη «γραφείο» και νοµίζει ότι σηµαίνει «δωµάτιο». Ο ορισµός της λέξης «γραφείο» είναι «το κτήριο, δωµάτιο ή σειρά δωµατίων εντός των οποίων διεξάγονται οι υποθέσεις µιας επιχείρησης, ενός επαγγελµατία, ενός κλάδου της κυβέρνησης κ.λπ.». Ο ορισµός που έχει το άτοµο για τη λέξη «γραφείο» είναι ελλιπής.

5. Ενός ακατάλληλου ορισµού – το άτοµο βλέπει µια παύλα ( – ) στην πρόταση «Τελείωσα τους αριθµούς 3 – 7 σήµερα». Νομίζει ότι η παύλα σημαίνει «μείον», βλέπει ότι δε γίνεται να αφαιρεθεί το 7 από το 3, και έτσι δεν το καταλαβαίνει.

6. Ενός οµωνυµικού ορισµού (οµώνυµες λέξεις: λέξεις που προφέρονται µε όµοιο τρόπο, αλλά η σηµασία τους είναι αναµφίβολα διαφορετική) – το άτοµο ακούει τη λέξη «ρίµα» στην πρόταση: «Το στιχάκι δεν είχε ρίµα» και, γνωρίζοντας ότι «ρήµα» είναι το µέρος του λόγου που δηλώνει τι κάνει το υποκείµενο, υποθέτει ότι δεν υπήρχε ρήµα σ’ ένα ολόκληρο στιχάκι.

7. Ενός υποκατάστατου (συνωνυµικού) ορισµού – το άτοµο διαβάζει τη λέξη «κεφαλαιώδης» και νοµίζει ότι ο ορισµός της λέξης είναι «σηµαντικός». «Σημαντικός» είναι συνώνυμο της λέξης «κεφαλαιώδης». Το άτομο έχει παρανοημένη λέξη γιατί η λέξη «κεφαλαιώδης» σημαίνει «αυτός που είναι η ουσία, η βάση ενός θέματος, ενός γεγονότος, αυτός που έχει πρωταρχική σημασία».

8. Ενός ελλείποντα ορισµού – το άτοµο ακούει την πρόταση «Η πόλη ήρθε να τον προϋπαντήσει». Ξέρει δύο ορισμούς της λέξης «πόλη»: «σύνολο μεγάλου αριθμού οικημάτων που αποτελούν ιδιαίτερο συνοικισμό» και «Κωνσταντινούπολη». Κανένας απ’ αυτούς τους ορισμούς δε συμφωνεί και πολύ με το νόημα της πρότασης που μόλις άκουσε. Δεν μπορεί να καταλάβει πώς μπορεί τα κτήρια να προϋπάντησαν κάποιον. ∆εν ξέρει ότι «πόλη» σ’ αυτή την πρόταση σηµαίνει «όλοι οι κάτοικοι µιας πόλης».

9. Ενός ανύπαρκτου ορισµού – ανύπαρκτος ορισµός σηµαίνει µια «µη-κατανοητή» λέξη ή σύµβολο. Το άτομο διαβάζει την πρόταση «Η επιχείρηση δεν έβγαλε αργύρια». Δεν καταλαβαίνει τίποτα, επειδή δεν έχει κανέναν ορισμό στο μυαλό του για τη λέξη «αργύρια». Η λέξη σημαίνει «χρήματα, τα λεφτά».

10. Ενός απορριπτόµενου ορισµού – το άτοµο αρνείται να κοιτάξει τον ορισµό του αστερίσκου (*). Από τη συζήτηση προκύπτει ότι κάθε φορά που βλέπει αστερίσκο στη σελίδα ξέρει ότι η ύλη «θα είναι πολύ δύσκολη στο διάβασμα», «λογοτεχνική» και «διανοουμενίστικη».

Αν ένα άτοµο συστηµατικά αφήνει πάρα πολλές παρανοηµένες λέξεις στο διάβασµα ή στην παιδεία του (πράγµα που κάνουν οι πάντες σχεδόν στον πολιτισµό µας), δε θα µειωθεί µόνο η ικανότητά του να διαβάζει, αλλά επίσης και η νοηµοσύνη του. Αυτά που γράφει και λέει ο ίδιος δε θα γίνονται κατανοητά, δε θα καταλαβαίνει αυτά που διαβάζει και ακούει και δε θα είναι σε επικοινωνία. Το πιθανότερο είναι ότι ο κόσµος θα του φαίνεται σαν ένα πολύ παράξενο µέρος, θα αισθάνεται ότι «δεν τον καταλαβαίνουν» (πόσο αληθινό!) και η ζωή θα του φαίνεται ελαφρώς µίζερη. Μπορεί ακόµα και να φαίνεται στους άλλους σαν εγκληµατίας. Στην καλύτερη περίπτωση θα λειτουργεί µηχανικά, σαν άψυχος . Όπως βλέπετε λοιπόν είναι πολύ σηµαντικό να αποσαφηνίζουµε τις παρανοηµένες λέξεις.